- διώρυξι
- διώ̱ρυξι , διῶρυξtrenchfem dat plδιώ̱ρυξι , διῶρυξtrenchfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PRAENESTE — urbs Latii una ex celeberrimis, in sinibus Aequorum, a Româ 24. mill. pass. versus Fucinum lacum. Memoratur Plauto, Ciceroni, pro Planc. c. 26. Varroni, Virgilio, Propertio, Horatio, Livio, Dionysio, Velleio, Val. Maximo, Straboni, Plinio, Statio … Hofmann J. Lexicon universale
προεκδαπανώ — άω, Α δαπανώ εντελώς, εξαντλώ προηγουμένως («[ὁ Εὐφράτης] ταῑς... διώρυξι ταῑς ἐπὶ τήν χώραν ἀγομέναις προεκδαπανᾱται πρὶν ἐκβολήν εἰς θάλατταν πεποιῆσθαι», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκδαπανῶ «ξοδεύω, σπαταλώ εντελώς»] … Dictionary of Greek